Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2007
THE SECRET OF THE HANGED MAN
Ακούμπησε για τελευταία φορά τους λίγους φίλους που του είχαν απομείνει. Μερικά βινύλια και CD, κάποια βιβλία, ένα πακέτο τσιγάρα. Άναψε ένα. Έριξε μια ματιά γύρω του. Ήταν όλα έτοιμα. Η θηλειά κρεμόταν δραματικά ακίνητη από το σιδερένιο στήριγμα στο ταβάνι ενώ από κάτω βρίσκοταν ένα μαύρο ξύλινο σκαμνί. Στη γωνία του δωματίου του πάνω σε ένα ξεχαρβαλωμένο τραπέζι το laptop βγάζοντας μια απόκοσμη λάμψη συντηρούσε στην οθόνη του το τελευταίο σημείωμα.
Δεν είχε νόημα να ανακεφαλαιώσει στο μυαλό του τους λόγους που τον είχαν οδηγήσει εδώ. Η απόφαση ήταν οριστική. Τελευταία ρουφηξιά. Έσβησε το τσιγάρο στο πάτωμα περιφρονώντας έτσι όλες τις γήινες νόρμες καθαριότητας και καλών τρόπων. Χαμογέλασε πικρά. Το χαμόγελό του κράτησε μόνο ένα δευτερόλεπτο. Με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά ανέβηκε στο σκαμνί. Μια βαθειά ανάσα και πέρασε νευρικά τη θηλειά γύρω από το λαιμό του. Ακόμα μια βαθειά ανάσα και οδήγησε τα πόδια του στην άκρη του σκαμνιού.
Φορούσε παντόφλες. Δεν είχε σημασία αλλά κάτι δεν ήταν σωστό. Έβγαλε τη θηλειά και κατέβηκε να βάλει παπούτσια. Μετά από λίγο επανέλαβε τη διαδικασία. Ξαναοδήγησε τα πόδια του στην άκρη του σκαμνιού, στα όρια μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Κοίταξε κάτω. Τα καλά του παπούτσια. Τώρα μάλιστα. Όλα έτοιμα.
Τηλέφωνο....
Το τηλέφωνο χτυπάει...
Γαμώτο το τηλέφωνο χτυπάει...
Τι σημασία έχει? Σκέφτηκε. Το πιθανότερο να είναι από καμιά τράπεζα για ακόμα μία πιστωτική κάρτα. Ωστόσο αν έφευγε τώρα θα έφευγε με μια εκκρεμότητα. Ήταν χαζό αλλά έπρεπε να απαντήσει. Νέα αναβολή. Κατέβηκε.
-"Παρακαλώ?" είπε με πνιχτή φωνή.
-"Ε... γεια σου. Η Μαρίνα είμαι από τη σχολή. Είναι μήπως ακατάλληλη ώρα? Έκανες κάτι?"
-"Ε... Όχι. Τίποτα το σημαντικό" απάντησε με ένα αίσθημα ενοχής. "Τι κάνεις?"
-"Καλά είμαι. Μου είπε ο Αποστόλης ότι έχεις ένα πολύ καλό βοήθημα για Ανάλυση ΙΙ. Είναι εύκολο να μου το δανίσεις? Το έχεις περάσει εσύ, έτσι?"
-"Ε... ναι .... φυσικά κανένα πρόβλημα. Οκ." Είπε χωρίς να προσπαθεί καν να κρύψει την αμηχανία του.
-"Κοίτα, τώρα είμαι σε μια θεία μου Καλλιδρομίου και Θεμιστοκλέους. Αυτό είναι πολύ κοντά σε σένα έτσι δεν είναι?"
-"Ναι, πολύ κοντά"
-"Ωραία. Μπορείς να βρεθούμε σε κάνα τέταρτο στην πλατεία? Πάμε και για κανένα καφέ πιο μετά"
-"Ναι, οκ... Εγώ εξάλλου... έτοιμος είμαι" είπε κοιτώντας τα καλά του παπούτσια. Όπως πριν.
-"Οκ. Θα τα πούμε τότε λοιπόν. Α... και σε ευχαριστώ πολύ..."
-"Τίποτα. Θα τα πούμε..."
-"Γεια σου"
Έκλεισε το τηλέφωνο. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Όπως πριν. Πήγε προς το laptop. Έδιωξε το screensaver και διάβασε βιαστικά το σημείωμα. Κλίκαρε το κόκκινο εικονίδιο στην πάνω δεξιά γωνία της οθόνης.
¨Do you want to save the changes to Docunent1?¨
Κλίκαρε "Νο". Μάζεψε πρόχειρα τα σύνεργα της παραλίγο αυτοχειρίας του. Είχε αργήσει. Κινητό κλειδιά τσιγάρα παλτό βοήθημα και ήταν στην πόρτα. Πρίν φύγει έριξε ένα βλέμμα ευγνωμοσύνης στις άτακτα παρατημένες παντόφλες του. Τις μάζεψε στην άκρη ευλαβικά και έφυγε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου