Δευτέρα 10 Μαρτίου 2008

Ο ΝΑΟΣ

Κανείς δεν διέκοπτε την ηρεμία που επικρατούσε μέσα στην στην αποπνιχτική ατμόσφαιρα του σταματημένου με alarm αυτοκινήτου. Ο οδηγός, αξύριστος εδώ και μέρες, αφού τράβηξε την τελευταία τζούρα του τσιγάρου του, το στρίμωξε μαζί με τα υπόλοιπα στο γεμάτο τασάκι. Με τα μάτια του μισόκλειστα από τη νύστα έριξε μια αγριεμένη ματιά στη συνοδηγό του, που τώρα άναβε το δικό της.
"Πήγαινε" της είπε μέσα από τα δόντια.
"Περίμενε να κάνω κι εγώ ένα" απάντησε αυτή ξεφυσώντας τον καπνό χωρίς να του ανταποδίδει το βλέμμα.
Αφού πέρασε ένα λεπτό ησυχίας ο άντρας χωρίς να υψώσει τον τόνο της φωνής του της είπε:
"Αν τα σκατώσεις πάλι ο Μάρκο θα θυμώσει. Θυμάσαι τι έγινε με τον άλλο."
"Να κάνω το τσιγάρο" είπε αυτή με αγανάκτηση.
"Έχουμε να πάμε κι αλλού μετά και θα αργήσουμε" είπε αυτός σχεδόν απολογητικά και συνέχισε "θες να καταλήξεις με χαρακωμένο το πρόσωπο; Μην κάνεις μαλακίες" Ο τόνος της φωνής του είχε τώρα κάτι ανάμεσα σε παράκληση και απειλή.
Αυτή χωρίς να πει κουβέντα, με το τσιγάρο στο στόμα, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και βγήκε έξω. Είχε αρκετή ψύχρα και το εκνευριστικό ψιλόβροχο μούσκευε το πρόσωπο και το τσιγάρο της. Στάθηκε μπροστά στο νούμερο 14 και έψαξε τα κουδούνια. Μετά από λίγο πάτησε το σωστό, πνίγοντας ταυτόχρονα το τσιγάρο στη λιμνούλα που είχε σχηματιστεί από τα νερά της βροχής στην είσοδο της πολυκατοικίας.

Η Ντελεμπάτ κοντοστάθηκε αντικρίζοντας τον επιβλητικό ναό της Ιστάρ. Στα 25 της χρόνια ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε, αν και το χωριό της δεν απείχε παρά μια μέρα δρόμο από τη Βαβυλώνα. Μετά τα παιδιά της ήταν σίγουρα ότι πιο όμορφο είχε δει ποτέ. Ήταν πανύψηλος, διακοσμημένος με αστραφτερές μαρμάρινες πλάκες, λεπτοδουλεμένα σκαλίσματα και χρυσελεφάντινα αγάλματα. Ο εξωτερικός του χώρος ήταν ένας πανέμορφος κήπος που αρμονικά διέσχιζαν πλακόστρωτα μονοπάτια. Τα μονοπάτια αυτά κατέληγαν σε έναν πλατύ δρόμο που οδηγούσε στην επιβλητική είσοδο. Η Ντελεμπάτ με αργά βήματα πλησίασε τα σκαλοπάτια του ναού όπου τη σταμάτησε μια ιέρεια.
"Ήρθα για τη θυσία" είπε χαμηλόφωνα.
"Ακολούθησε με" απάντησε ήρεμα η ιέρεια.
"θα σε οδηγήσω σε έναν ειδικό χώρο για να ετοιμαστείς"
Η Ντελεμπάτ ακολούθησε την ιέρεια σε ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του ναού. Μέσα, κάτω από το φως των κεριών, έκαναν την εμφάνισή τους ένας μεγάλος καθρέφτης και κάποιες κρέμες, αρώματα και έλαια για τον καλλωπισμό του κορμιού, των μαλλιών και του προσώπου. Η Ντελεμπάτ δεν ανησυχούσε για την εμφάνισή της. Ήταν ακόμα νέα και παρά τις δύο γέννες το σώμα της ήταν ακόμα λεπτό. Τα στήθη της ήταν στητά, ενώ τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της πλαισίωναν πλούσια, μακρυά, μαύρα μαλλιά. Αν ανησυχούσε για κάτι αυτό ήταν η θυσία. Όλες οι γυναίκες της Βαβυλώνας έπρεπε μια τουλάχιστον φορά στη ζωή τους να κάνουν τη θυσία στη θεά Ιστάρ, δηλαδή να δοθούν με χρηματικό αντάλλαγμα σε έναν άγνωστο, εκεί στο ναό. Αυτό θα έφερνε την εύνοια της θεάς σε εκείνες και τις οικογένειές τους και θα καθαγίαζε την ψυχή τους. Η Ντελεμπάτ ήθελε την προστασία της θεάς για εκείνη και τα παιδιά της μα πάνω από όλα για τον αγαπημένο της άντρα που βρισκόταν μακρυά από το σπίτι πολεμώντας τους μισητούς Ασσύριους. Αυτά σκεπτόμενη, ξεφύσηξε και βγήκε από το δωμάτιο.


Ο ήχος του κουδουνιού αντήχησε στον διάδρομο της πολυκατοικίας. Ο πενηντάχρονος άντρας που άνοιξε την πόρτα έμεινε για λίγο άφωνος μπροστά στην ψιλή ξανθιά κοπέλα με το προκλητικό βάψιμο και το ακόμα πιο προκλητικό ντύσιμο.
"Η... Σόνια;" κατάφερε τελικά και ψέλλισε.
"Ναι" απάντησε αυτή. "Θα μου βάλεις ένα ποτό; κάνει κρύο έξω και βρέχει"
Ο άντρας υπάκουσε και η Σόνια αφού ήπιε μια γουλιά είπε:
"θέλω τα 150 μπροστά"
Ο άντρας υπάκουσε για δεύτερη φορά.
"Έχουμε πει ελεύθερο στοματικό και κώλο" της είπε δίνοντας της τα λεφτά με ύφος σαν να κλείνει εισιτήριο στα εκδοτήρια.
"ναι" απάντησε η Σόνια τελειώνοντας το ποτό της.
"Μπορώ να πάω λίγο στην τουαλέτα πρώτα; εσύ ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έρχομαι"
Ο άντρας έγνεψε καταφατικά δείχνοντας μια κλειστή πόρτα και η Σόνια κλείστηκε στην τουαλέτα. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Ήταν αυτό που οι άντρες λέγανε "μουνάρα", όμως στα είκοσι της αισθανόταν πιο γριά από ποτέ. Το κορμί της δεν ήτανε δικό της, ήταν ένα εμπορεύσιμο αγαθό, ένα ανταλλάξιμο προϊόν. Ήθελε να ξεφύγει αλλά δεν μπορούσε. Και κάθε μέρα ήτανε χειρότερη από την προηγούμενη, όμως δεν μπορούσε. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Έβγαλε από την τσάντα της την ειδική κρέμα λίπανσης. Με βιαστικές κινήσεις την άπλωσε στο μουνί και τον κώλο της. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη, φόρεσε ένα ψεύτικο χαμόγελο και βγήκε.


Η Ντελεμπάτ έκατσε σε έναν πάγκο μαζί με άλλες δύο γυναίκες. Η μία ήταν στην ηλικία της αλλά πιο κοντή και πολύ πιο βρώμικη. Στο πρόσωπό της είχε μια μεγάλη ουλή από την άκρη του στόματος περίπου ως το αφτί. Χωρίς την ουλή θα μπορούσες να την πεις συμπαθητική. Προφανώς ήταν αρκετά χρόνια στο ναό, περιμένοντας να εκπληρώσει το ιερό τάμα και ζώντας από τα αποφάγια των ιερειών. Η άλλη ήταν φανερό πως άνηκε στην ανώτατη τάξη. Ήταν ντυμένη με φανταχτερά ρούχα και φορούσε χρυσά κοσμήματα. Πρέπει να ήταν γύρω στα 30. Σύντομα εμφανίστηκε ένας άντρας. Από τα ρούχα και τη μυρωδιά κατάλαβαν ότι ήταν βοσκός. Έβγαλε από το λιγδιασμένο ταγάρι του ένα ασημένιο νόμισμα και το πέταξε στα πόδια της Ντελεμπάτ. Η Ντελεμπάτ, αν και ήθελε να τελειώνει η θυσία όσο το δυνατόν γρηγορότερα, θεωρούσε ότι το ποσό ήταν λίγο. Και αφού μπορούσε να εξασφαλίσει κάποιο έσοδο για την οικογένειά της τους δύσκολους αυτούς καιρούς θα το έκανε. Όχι, δε θα δεχόταν για κάτω από τρία ασημένια νομίσματα. Μη βλέποντας απόκριση ο βοσκός μάζεψε το νόμισμα και το έριξε μπροστά στην πλούσια. Αυτή επίσης δεν το μάζεψε αλλά μάλλον λόγω της μυρωδιάς παρά της χαμηλής αξίας. Νευριασμένος ο βοσκός που η προσφορά του απορρίφθηκε δεύτερη φορά μάζεψε το νόμισμα και το έβαλε πίσω. Στάθηκε μπροστά στην παραμορφωμένη κοπέλα η οποία τον κοίταγε με το πιο παρακλητικό βλέμμα που υπάρχει. Μετά από λίγη σκέψη της πέταξε ένα χάλκινο νόμισμα. Εκείνη χωρίς δεύτερη σκέψη το μάζεψε και βιαστικά έπιασε από το χέρι τον άντρα για να τον οδηγήσει μέσα στο ναό. Φεύγοντας γύρισε και χωρίς να βγάλει φωνή συλλάβισε "ευχαριστώ" στις πρώην συντρόφισσές της.
Ο επόμενος που πλησίασε ήταν ένας νεαρός , καλλίγραμμος άντρας που το χρώμα του χιτώνα του μαρτυρούσε ότι ήταν χαμηλόβαθμος αξιωματικός της βασιλικής φρουράς. Η πλούσια του χαμογέλασε προκλητικά, όμως παρά τα ρούχα και τα κοσμήματα δεν έφτανε ούτε στο μισό σε ομορφιά τη Ντελεμπάτ. Ο άντρας χωρίς να σκεφτεί πολύ έβγαλε από το πουγκί του ένα χρυσό νόμισμα και το έριξε στα πόδια της Ντελεμπάτ. Χαμογελώντας στον άγνωστο αυτή το πήρε και μαζί απομακρύνθηκαν προς το εσωτερικό του ναού αφήνοντας την άλλη φουρκισμένη.


Η Σόνια μπήκε στην κρεβατοκάμαρα όπου είδε τον άντρα να έχει γδυθεί και να κάνει "προθέρμανση". Γυμνός έμοιαζε πολύ πιο χοντρός. "Ένα γαμήσι ακόμα" σκέφτηκε και ξάπλωσε δίπλα του. Ξεκίνησε να τον ρουφάει ρυθμικά. Με τον καιρό είχε μάθει να λειτουργεί τελείως μηχανικά. Ο άντρας με το χέρι του πάνω στο κεφάλι της προσπαθούσε να δώσει το δικό του ρυθμό, πράγμα που την εκνεύριζε απίστευτα. Ωστόσο δεν έδειξε το παραμικρό. Ήταν σωστή επαγγελματίας. Εξάλλου είχε το πουλί του στο στόμα της. Απόλυτη εξουσία πάνω του. Η σκέψη την έκανε να νιώθει καλύτερα. Είχε συνηθίσει να αριθμεί κάθε κίνηση του κεφαλιού της. Στα 50 σταμάταγε. Αν ο πελάτης ήθελε κι άλλο μέτραγε άλλα 20. Ο τύπος έβγαζε κάτι πραγματικά γελοία γρυλίσματα. 48...49....50. Ευτυχώς δεν ήθελε άλλο. Με επιδέξιες κινήσεις του φόρεσε την καπότα και τον δέχτηκε στον κώλο της. "Σιγά σιγά" του ψιθύρισε. Στα γελοία γρυλίσματα προστέθηκαν και τα εκνευριστικά τριξίματα του κρεβατιού. Άρχισε να αναστενάζει κι αυτή όσο πιο αισθησιακά μπορούσε. Αυτό έκανε πολλές φορές τους άντρες να χύνουν γρήγορα. Ευτυχώς πέτυχε κι αυτή τη φορά. Ο τύπος βγήκε από μέσα της ιδρωμένος και λαχανιασμένος, κοιτάζοντας σαν χαμένος το υπέροχο κορμί της. Μόλις ξαναβρήκε την ανάσα του της είπε:
"Είσαι θεά! Κρίμα που είσαι πόρνη"
"Τι μαλάκας" Σκέφτηκε αυτή αλλά δεν είπε τίποτα.


Το εσωτερικό του ναού ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό από το εξωτερικό. Οι περίτεχνα διακοσμημένοι τοίχοι φωτίζονταν μυστηριακά από το φως εκατοντάδων κεριών, ενώ στο κέντρο ένα θεόρατο είδωλο της Ιστάρ ατένιζε γαλήνια τις δώδεκα ιερές κλίνες που στοιχίζονταν στα πόδια της. Η Ντελεμπάτ και ο άγνωστος ξάπλωσαν σε μια από αυτές. Αυτή τον φίλησε και χάιδεψε το γεμάτο τραύματα σώμα του. Ίσως να είχε γυρίσει από τον πόλεμο, ίσως και να είχε πολεμήσει δίπλα στον αγαπημένο της άντρα. Δεν είχε σημασία. Αυτή η στιγμή όλοι οι άντρες ήταν άντρες της, όπως ήταν και γιοί της θεάς, αυτή η ίδια ήταν μια ενσάρκωση της θεάς ή καλύτερα ο ναός που τη φιλοξενούσε όσο φιλοξενούσε των άγνωστο μέσα της. Ο έρωτας του άγνωστου ήταν τρυφερός μα έντονος. Τη στιγμή του οργασμού το βλέμμα της Ντελεμπάτ συναντήθηκε με το βλέμμα του ειδώλου που τότε της φάνηκε πιο οικείο από ποτέ. Και τότε κατάλαβε. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δε φιλοξενούσε απλά τη θεά, ήταν η ίδια θεά, για εκείνο το ελάχιστο κομμάτι χρόνου ο κόσμος άρχιζε και τελείωνε σε αυτή, τη δημιουργό της ζωής, τη Γυναίκα. Ο άγνωστος έφυγε αφού τη φίλησε απαλά στο στόμα. Εκείνη έκατσε να προσευχηθεί γνωρίζοντας πια ότι είχε κερδίσει πολλά περισσότερα από ένα χρυσό νόμισμα.